Λευκός Πύργος

Ο Λευκός Πύργος, το μνημείο – σύμβολο της Θεσσαλονίκης, που σήμερα υψώνεται μοναχικός στην παραλία της πόλης, στο παρελθόν αποτελούσε το νοτιοανατολικό πύργο της οχύρωσής της.

Πρόκειται για το πιο γνωστό κάστρο της Ελλάδας και το σύμβολο της Θεσσαλονίκης. Στη μακρά ιστορία του, ο πύργος έχει αλλάξει κατά καιρούς ονόματα και χρήσεις.

Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδό του εξωτερικού περιβόλου (τώρα κατεδαφισμένος). Τον 18ο αιώνα αναφέρεται ως ”Φρούριο της Καλαμαριάς”, ενώ το 19ο αιώνα ως ”Πύργος των Γενιτσάρων” και ”Πύργος του Αίματος”. Τα δύο τελευταία ονόματα οφείλονται στο γεγονός ότι ήταν φυλακή βαρυποινιτών και η όψη του βαφόταν με αίμα από τις συχνές εκτελέσεις των φυλακισμένων από τους Γενίτσαρους.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή – και μάλλον πιο σωστή – “Πύργος των Αίματος” ονομάστηκε για τις σφαγές των ίδιων των Γενιτσάρων εκεί.

Τελικά στις 16 Ιουνίου 1826 ο Μαχμούντ ο Β’ διατάζει την κατάργηση του τάγματος και με επίκεντρο την Θεσσαλονίκη οργανώνεται η εξόντωση τους σε όλη την Αυτοκρατορία. Περίπου 3.000 επιβιώνουν και συλλαμβάνονται μετά από σκληρές μάχες με τον οθωμανικό στρατό και μεταφέρονται στον Πύργο όπου και εκτελούνται μαζικά. Τότε είναι που ο Λευκός Πύργος αποκτά το όνομα «Kanli Kule» (Πύργος του Αίματος), που αντικατέστησε την ονομασία “Πύργος των Γενιτσάρων”. Η μετέπειτα χρήση του ως φυλακή και τόπος εκτελέσεων που κοινοποιούνταν με έναν κανονιοβολισμό, βοήθησαν στο να διατηρηθεί το κακόηχο αυτό όνομα.

Σύμφωνα πάντως με νεότερα στοιχεία το “Λευκός Πύργος” προέκυψε ως εξής: Το 1883 ο Σουλτάνος Αβδ-ουλ-Χαμίτ Β’ έτυχε να διαβάσει κάποια έγγραφα από τη Θεσσαλονίκη όπου συνάντησε την ονομασία “Πύργος του Αίματος”, και έγινε “Τούρκος”. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Sir John Blunt, του πάντα καλά πληροφορημένου Βρετανού Γενικού Προξένου στη Θεσσαλονίκη, ο Σουλτάνος τηλεγράφησε αμέσως στον Νομάρχη (Βαλή) Γκαλίμπ πασά, διατάζοντάς τον να ονομάζει στο εξής τον πύργο “Λευκό” (Ak-koule) και να απαγορεύσει -με την απειλή μάλιστα ποινής- την παλαιότερη δυσφημιστική ονομασία. Σύμφωνα με την εντολή, ο Πύργος ασπρίστηκε και μέσα σε ένα χρόνο, όπως γράφει ο Blunt, δηλαδή εντός του 1884, η νέα ονομασία είχε επικρατήσει πλήρως. Δεν αποκλείεται πάντως, ο Γκαλίμπ, γνωστός για τις εξωραϊστικές του πρωτοβουλίες, να διέδωσε σκόπιμα την ανάμιξη του Σουλτάνου, για να φέρει γρηγορότερα αποτελέσματα.

 

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης χτίστηκε πιθανότατα τον 15ου αιώνα. Σήμερα θεωρείται το βασικό μνημείο της Θεσσαλονίκης και είναι ό,τι έχει σωθεί από την κατεδαφισμένη οθωμανική οχύρωση της πόλης.

Σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών και παλαιές απεικονίσεις της πόλης, το θαλάσσιο τμήμα του τείχους, που κατεδαφίστηκε το 1867, είχε τρεις πύργους, από τους οποίους ο ανατολικός ήταν ο Λευκός Πύργος, κτισμένος ακριβώς στο σημείο όπου συναντιόταν το ανατολικό με το θαλάσσιο τείχος. Αντικατέστησε έναν παλαιότερο βυζαντινό πύργο, ο οποίος αναφέρεται από το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, στην περιγραφή της πολιορκίας της πόλης από της Νορμανδούς το 1185.

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912, ο πύργος περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και είχε κατά καιρούς διάφορες χρήσεις. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 ένας του όροφος χρησιμοποιήθηκε για τη φύλαξη αρχαιοτήτων που προέρχονταν από τις αρχαιολογικές δραστηριότητες των βρετανικών δυνάμεων στη ζώνη ευθύνης τους.

Σε μικρή απόσταση από τον Λευκό Πύργο βρίσκονται τα δύο σημαντικότερα μουσεία της Θεσσαλονίκης το Αρχαιολογικό και το μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Ενώ σε απόσταση μόλις 400 μέτρων θα συναντήσετε το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του μεγάλου στρατηλάτη. Απέναντι του δεσπόζει το κτίριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και στην οδό Νικόλαου Γερμανού 1, συναντάμε τον Ανδριάντα του Φιλίππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο πύργος είναι κυλινδρικός με ύψος 33,90 μ. και διάμετρο 22,70 μ. Έχει ισόγειο και έξι ορόφους, που επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο μήκους 120 μ., το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο, αφήνοντας στο κέντρο έναν κυκλικό πυρήνα διαμέτρου 8,50 μ. Έτσι, σε κάθε όροφο σχηματίζεται μια κεντρική κυκλική αίθουσα, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Ο τελευταίος όροφος έχει μόνο την κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν δημιουργείται δώμα, που προσφέρει εξαιρετική θέα του γύρω τοπίου της πόλης και της θάλασσας.

Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο ιστορίας της Θεσσαλονίκης και στεγάζει τη νέα μόνιμη έκθεση που αφορά τη Θεσσαλονίκη από την εποχή της ίδρυσής της το 316 π.Χ. μέχρι τις μέρες μας. Η έκθεση παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο όψεις της ιστορίας της πόλης, που τη διακρίνει η μακραίωνη, αδιάσπαστη ιστορική παρουσία της.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ