Ροτόντα – Πλ. Αγιού Γεωργίου
Κτίστηκε αρχικά στον τύπο του περίκεντρου κτηρίου, στον άξονα της πομπικής οδού που συνέδεε τη θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με το ανακτορικό συγκρότημα. Για τη χρήση του ερίζουν διάφορες απόψεις, όπως ναός του Δία ή των Καβείρων, κτήριο με πιθανόν λατρευτικό και κοσμικό – διοικητικό χαρακτήρα που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του ανακτορικού συγκροτήματος ή μνημείο αφιερωμένο στη δόξα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το μνημείο, διαμέτρου 24,50μ. καλύπτει θόλος από οπτόπλινθους, που φθάνει σε ύψος τα 29,80μ. Στον κυλινδρικό τοίχο, πάχους 6,30μ., εγγράφονται εσωτερικά οκτώ ορθογώνιες κόγχες, από τις οποίες η νότια αποτελούσε την κύρια είσοδο.
Η μετατροπή του κτηρίου σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότατα στους Αγίους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους έγινε στα παλαιοχριστιανικά χρόνια (5ο αι.). Τότε προστέθηκε περιμετρική στοά για την επικοινωνία της οποίας με τον αρχικό πυρήνα διανοίχθηκαν στο πάχος της τοιχοποιίας οι επτά από τις οκτώ κόγχες, διευρύνθηκε η ανατολική με την προσθήκη ιερού βήματος, διαμορφώθηκε νέα είσοδος με νάρθηκα στη δυτική κόγχη και προστέθηκαν πρόπυλο και δύο παρεκκλήσια στη νότια είσοδο. Τα λαμπρότερα όμως κατάλοιπα από την παλαιοχριστιανική φάση του μνημείου είναι τα εξαίρετης ποιότητας ψηφιδωτά που καλύπτουν τις καμάρες των κογχών και τα εσωράχια των παραθύρων, ενώ την αποκορύφωση του λαμπρού διακόσμου αποτελούν τα ψηφιδωτά του θόλου ιεραρχημένα σε τρεις ζώνες. Κατά τους σεισμούς των αρχών του 7ου αι. καταστράφηκε η αψίδα του ιερού, το υπερκείμενο τμήμα του θόλου και πιθανόν και η στοά. Η αψίδα, μετά την αποκατάστασή της, ενισχύθηκε εξωτερικά με δύο αντηρίδες και διακοσμήθηκε τον 9ο αι. με την τοιχογραφία της Αναλήψεως.